Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Μπροστά στην κάλπη και στην ιστορία

Μπροστά στην κάλπη και στην ιστορία

Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, στις επικείμενες εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ θα αναδειχθεί πρώτο κόμμα, γεγονός που θα καταστήσει περίπου αδύνατο τον σχηματισμό κυβέρνησης χωρίς τη συμμετοχή του ή έστω την ανοχή του. Το πρώτο συνεπώς ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο μπορεί να σχηματισθεί κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, αναγκαία προϋπόθεση για τη ριζική αλλαγή οικονομικής πολιτικής που υπόσχεται και που τόσο έχει ανάγκη ο τόπος. Αν δεν προκύψει        -ελέω εκλογικού νόμου- ‘αυτοδυναμία’, τίθεται επιτακτικά το δίλημμα στα κόμματα της μέχρι τώρα αντιπολίτευσης, δηλαδή στο ΚΚΕ και στους ΑΝΕΛ (εφόσον μπούν στη Βουλή), αν θα στηρίξουν, υπό όρους εννοείται, μια τέτοια κυβέρνηση ή όχι. Με δεδομένο ότι στη δεύτερη περίπτωση προβάλλει το φάσμα της ομηρίας του ΣΥΡΙΖΑ από μικρά ‘μνημονιακά’ κόμματα ή της προσφυγής σε νέες εκλογές, θα είναι δύσκολο να το αρνηθούν και θα πληρωθεί ακριβά μια ενδεχόμενη άρνησή τους.
Το κύριο ερώτημα όμως δεν αφορά στο σχηματισμό κυβέρνησης αλλά στην προοπτική εξουσίας. Ακόμη και στην περίπτωση ‘αυτοδυναμίας’, η πραγματοποίηση της σωτήριας ‘στροφής’ που υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ προϋποθέτει τη στήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας του Ελληνικού Λαού, τη δημιουργία μιας ηγεμονικής συμμαχίας κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων ικανών να εμπνεύσουν και να οδηγήσουν το Λαό σ’ ένα νικηφόρο μαραθώνιο αγώνα ανάκαμψης, ανασυγκρότησης και αναγέννησης της Χώρας. Η απουσία αυτής της καίριας προϋπόθεσης οφείλει να μας προβληματίσει. Γιατί παρ’ όλη την προφανή χρεωκοπία και το αδιέξοδο, όχι μόνο της ασκούμενης πολιτικής αλλά ολόκληρου του μεταπολιτευτικού καθεστώτος, δεν προκύπτει σαφής λαϊκή εντολή αλλαγής του; Η απάντηση, πιστεύω, βρίσκεται κυρίως στην αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να πείσει ότι, με δεδομένη την υπεροχή –οικονομική, κοινωνική και θεσμική- του αντιπάλου και τα διεθνή του στηρίγματα, καθώς και το μέγεθος των συμφερόντων που διακυβεύονται, τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι προτάσεις του συνιστούν ολοκληρωμένη πρόταση εξουσίας και ότι διαθέτει την απαιτούμενη γνώση και βούληση για να φέρει εις πέρας τις ρήξεις και τις διαπραγματεύσεις που απαιτούνται για να βγεί η Χώρα από το σημερινό της καταστροφικό αδιέξοδο ότι και αν αυτό συνεπάγεται. 
Τόσο οι διαβεβαιώσεις ότι δεν θα προβεί σε «μονομερείς ενέργειες» όσο και η αποφυγή διατύπωσης «Σχεδίου Β» για την περίπτωση που συναντήσουμε «τείχος» στις Βρυξέλλες, στη Φρανκφούρτη και στο Βερολίνο εγείρουν ερωτήματα και εμβάζουν σε υποψίες ότι έχουν παρασχεθεί εκ προοιμίου εκατέρωθεν διαβεβαιώσεις, γεγονός που σημαίνει ότι η όποια «διαπραγμάτευση» για το δημόσιο χρέος της Χώρας θα διεξαχθεί με σκοπό την απόσπαση ορισμένων ωφελημάτων χωρίς να αμφισβητηθεί πραγματικά το ισχύον θεσμικο-πολιτικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής  Ένωσης και της Ευρωζώνης. Οι υποψίες αυτές εντείνονται από το γεγονός ότι έχει υποβαθμιστεί η προβολή των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα και έχει ουσιαστικά περιοριστεί στο Κατοχικό Δάνειο, αποσιωπώντας τις πολεμικές επανορθώσεις, τις αποζημιώσεις στα θύματα της Κατοχής και τους κλαπέντες πολιτιστικούς μας θησαυρούς.
Θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει κανείς ότι η τακτική αυτή υπαγορεύεται από τη σύνεση και τον ρεαλισμό, λόγω της απουσίας ισχυρής λαϊκής εντολής και αντίστοιχου λαϊκού κινήματος ικανού να υποστηρίξει μια επιλογή ρήξεων και σκληρών διαπραγματεύσεων. Η θέση που υποστηρίζω εδώ είναι ότι το λαϊκό κίνημα υστερεί και ο Λαός παραμένει σε μεγάλο βαθμό επιφυλακτικός έναντι του ΣΥΡΙΖΑ ακριβώς επειδή ο τελευταίος αδυνατεί να διατυπώσει συνολικό εθνικό απελευθερωτικό όραμα και στρατηγική τη στιγμή που αυτό ακριβώς απαιτούν οι περιστάσεις. Αντ’ αυτού, παραμένει δέσμιος των καταβολών του και κομματικών σκοπιμοτήτων  προβάλλοντας τον στόχο της «κυβέρνησης της Αριστεράς», τακτική που αναπόφευκτα διχάζει το Λαό και εντείνει τις επιφυλάξεις του. Εκτός των άλλων όμως δεν συσπειρώνει καν την Αριστερά γιατί διατυπώνεται με όρους κυρίως οικονομικής διαχείρισης και εντός ευρωπαϊκού πλαισίου αντί με όρους πολιτικής ανατροπής ικανής να διαρρήξει αυτό το πλαίσιο και να συμβάλλει καταλυτικά στη δημιουργία, από μηδενική βάση, μιας Ευρώπης των εθνών και των λαών από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια.


Αθήνα, 15.1.2015
Γιάννης Μαύρος
Ιδρυτικό μέλος του ΣΥΡΙΖΑ
Μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης
των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα

Τι διακυβεύεται στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου;


Τι διακυβεύεται στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου;

Τα κόμματα που έφεραν τη Χώρα στο σημερινό καταστροφικό αδιέξοδο και με περίσσιο θράσος και υποκρισία διεκδικούν ξανά την ψήφο του Ελληνικού Λαού για να συνεχίσουν να τον …‘σώνουν’, σείουν διαρκώς την απειλή της εξόδου από το Ευρώ και τα δεινά που παραμονεύουν αν δεν τους ψηφίσουμε. Το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης προτείνει μια ριζική αλλαγή οικονομικής πολιτικής, αποφεύγοντας όμως να διατυπώσει «σχέδιο Β» για την περίπτωση που, ως κυβέρνηση, συναντήσει τείχος στο Βερολίνο, τις Βρυξέλλες και την Φρανκφούρτη. Έτσι όμως δείχνει να απευθύνεται περισσότερο στις «αγορές» και τα διεθνή κέντρα εξουσίας, επιδιώκοντας τον κατευνασμό τους, αντί στον Ελληνικό Λαό, την ψήφο του οποίου διεκδικεί. Ανεξάρτητα από τους λόγους που υποβάλλουν ή επιβάλλουν μια τέτοια τακτική, το αποτέλεσμα είναι ότι δεν πείθει τον σκεπτόμενο πολίτη και εγείρει υποψίες περί μυστικών συμφωνιών ή εκατέρωθεν διαβεβαιώσεων.... Οι υποψίες αυτές ενισχύονται από το γεγονός ότι έχει υποβαθμισθεί το μεγάλο θέμα της διεκδίκησης των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα. Ήδη στο “Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης” αναφερόταν μόνο το Κατοχικό Δάνειο ενώ απουσίαζαν παντελώς οι πολεμικές επανορθώσεις, οι αποζημιώσεις προς τις οικογένειες των θυμάτων της Κατοχής και οι κλεμμένοι αρχαιολογικοί θησαυροί. Στο πρόσφατο όμως “Διαρκές Συνέδριο” και αυτή ακόμη η αναφορά στο Κατοχικό Δάνειο απαλείφθηκε από την ομιλία του Προέδρου. Το χειρότερο είναι ότι τόσο ο Πρόεδρος όσο και ο Γραμματέας του κόμματος δεν  έκρυψαν την ενόχλησή τους στην επισήμανσή μου.
Διερωτάται κανείς τι είδους ‘διαπραγματεύσεις’ θα διεξάγει μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τους εταίρους μας όταν υποβαθμίζει προεκλογικά το μείζον εθνικό θέμα ενώ θα όφειλε να επιζητεί ισχυρή δεσμευτική λαϊκή εντολή για να διεκδικήσει ανυποχώρητα τα δίκαιά μας, ανατρέποντας το διεθνές πολιτικό σκηνικό, καθίζοντας τη Γερμανία στο σκαμνί του κατηγορουμένου και ξαναδίνοντας στον Ελληνικό Λαό την αξιοπρέπειά του και το αγωνιστικό του φρόνημα.
Ας μην κρυβόμαστε, η Χώρα βρίσκεται υπό (οικονομική και πολιτική) κατοχή ή καθεστώς ‘αποικίας χρέους’. Τόσο η Δανειακή Σύμβαση του 2010 όσο και τα παράγωγά της είναι παράνομα και συνιστούν απεχθές χρέος (odious debt) και η Χώρα έχει ισχυρότατα νομικά και πολιτικά ερείσματα να το διαγράψει.  Αντ’ αυτού ο ΣΥΡΙΖΑ ομιλεί ασαφώς και παρακλητικά για διαγραφή «του μεγαλύτερου μέρους» του δημοσίου χρέους την ίδια ώρα που διαβεβαιώνει ποικιλοτρόπως ότι θα  αποφύγει «μονομερείς ενέργειες».  Αν επικρατήσει αυτή η ‘λογική’ οδηγούμαστε αναπότρεπτα σε μια παραλλαγή της παρούσας υποτιθέμενης «διαπραγμάτευσης»,  δηλαδή σ’ ένα νέο δικομματισμό διαχειριστών του συστήματος μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια της γερμανικής Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρώ που έχει οδηγήσει όχι μόνο τη Χώρα μας αλλά συνολικά τον Ευρωπαϊκό Νότο σε αδιέξοδο και μαρασμό.
Μια πραγματική διαπραγμάτευση προϋποθέτει δύο μέρη, δηλαδή μια Ελλάδα που έχει ανακτήσει την εθνική της κυριαρχία μέσα από την άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας –στην προκείμενη περίπτωση τις εκλογές- και, εκτελώντας την εντολή του Ελληνικού Λαού, απαιτεί την άμεση καταβολή των γερμανικών οφειλών , την κατάργηση των μνημονίων και την καταγγελία της Δανειακής Σύμβασης και των παραγώγων της. Τότε και μόνο τότε μπορεί να διεξαχθούν πραγματικές διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των δανειστών, δηλαδή την ‘τρόϊκα’, κατ’ αρχήν σε επίπεδο κορυφής, δηλαδή  μεταξύ του Πρωθυπουργού, του κ. Γιούνκερ, της κ. Λαγκάρντ και του κ. Ντράγκι, και κατόπιν σε επίπεδο υπουργών και εμπειρογνωμόνων, με αντικείμενο τον προσδιορισμό του νόμιμου χρέους της Χώρας και τους όρους εξυπηρέτησής του που είναι συμβατοί με τις αντοχές της οικονομίας μας. Εφόσον οι διαπραγματεύσεις ναυαγούν υπάρχει πάντα η διέξοδος της προσφυγής μας στον ΟΗΕ και η δυνατότητα σύστασης, υπό την αιγίδα του, ad hoc διεθνούς επιτροπής λογιστικού ελέγχου του δημοσίου χρέους που θα όφειλε να καταπιαστεί με τη διαχρονική εξέλιξη του χρέους της Χώρας από την αρχή τουλάχιστον της Μεταπολίτευσης….  Παράλληλα βέβαια πρέπει να κινηθούν δικαστικές διαδικασίες τόσο για την απόδοση ευθυνών για την υπαγωγή της Χώρας σε καθεστώς μνημονίων όσο και την αποζημίωση των πληγέντων και τούτο όχι μόνο για λόγους ηθικής τάξεως και ποινικής και κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, τόσο για την νομιμοποίηση μιας νέας Μεταπολίτευσης στο εσωτερικό της Χώρας και την εξασφάλιση της αναγκαίας εθνικής ομοψυχίας και λαϊκής στήριξης, όσο και για την αποκατάσταση της διεθνούς αξιοπιστίας της και τη σηματοδότηση προς πάντες ότι το παλιό διεφθαρμένο καθεστώς τελείωσε και μαζί του και η εξάρτηση της Χώρας. Κάτω από αυτό το πρίσμα Πολιτικής οφείλει η Χώρα να αντιμετωπίσει το ζήτημα του νομίσματος. Όχι έμφοβα με όρους παραμονής ή εξόδου από το Ευρώ αλλά ριζικής αλλαγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρώ ή διάλυσής τους ώστε να ξαναφτιάξουμε εξ αρχής την Ευρώπη των εθνών και των λαών από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια.
Τα παραπάνω βέβαια φαντάζουν όνειρα θερινής νυκτός όχι μόνο γι’ αυτούς που έχουν πολλά να χάσουν από μια τέτοια επαναστατική αλλαγή αλλά ακόμη και για τους θιασώτες μιας ‘Κυβέρνησης της Αριστεράς’ και γι’ αυτό  οι κατά καιρούς δηλώσεις ‘αρμοδίων’ και ‘επαϊόντων’ της σκοπό έχουν την σταδιακή ‘προσγείωση’ των προσδοκιών της απαιτητικής ‘βάσης’ στις υπαγορεύσεις ενός επικαλούμενου ή υπονοούμενου ‘ρεαλισμού’. Η αλήθεια είναι ότι μια τέτοια, πραγματικά επαναστατική, αλλαγή που αμφισβητεί όχι μόνο την από συστάσεως νεοελληνικού κράτους εξάρτηση αλλά και το ισχύον καθεστώς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και -δυνάμει- ολόκληρης της ‘Δύσης’,  καμία ‘Κυβέρνηση της Αριστεράς’, πόσο μάλλον ενός τμήματος της Αριστεράς, -έστω του μεγαλύτερου- δεν μπορεί να την πραγματοποιήσει. Μόνο μια Κυβέρνηση Εθνικής και Κοινωνικής Απελευθέρωσης, που θα στηρίζεται στη μεγάλη πλειοψηφία ενός Ελληνικού Λαού συνεγερμένου και αναπτερωμένου, που θα εμπνέει τον απανταχού Ελληνισμό και ένα νέο κίνημα φιλελληνισμού όπου γης και θα αξιοποιήσει τα διεθνή ερείσματα της Χώρας καθώς και τις σημαντικότατες πλουτοπαραγωγικές της πηγές, πρώτα απ’ όλα το ανθρώπινο δυναμικό της, μπορεί να αναλάβει και να φέρει εις πέρας ένα τέτοιο τιτάνιο έργο.  Απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα και αυτή τη δυνατότητα τι κάνει η Αριστερά; Αντί να πρωτοστατεί στη δημιουργία του Μετώπου Εθνικής και Κοινωνικής Απελευθέρωσης που απαιτούν οι περιστάσεις, αντί να συνεγείρει τον Ελληνικό Λαό και να διεκδικήσει, υπηρετώντας τον, την ηγεμονία ενός νέου λαϊκού κινήματος αναγκαίου και ικανού να στηρίξει τα παραπάνω, προκειμένου να μην δοκιμάσει τη συνοχή του κομματικού της μηχανισμού αλλά και την στήριξη διεθνών και εγχώριων κέντρων ισχύος εν όψει κυβερνητικής εξουσίας, δείχνει να φέρνει στα μέτρα της τους ορίζοντες και τις προοπτικές της Χώρας και να αρκείται στο ρόλο της εναλλακτικής διακυβέρνησής της εντός συστημικού πλαισίου, έστω και αν αυτό σημαίνει την απώλεια μιας ανεπανάληπτης ιστορικής ευκαιρίας αναγέννησης της Ελλάδας και μαζί και της Ευρώπης.
Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα μεγάλο δίλημμα. Συμφωνούμε με την μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνικού Λαού ότι πρέπει επί τέλους να τελειώνουμε με αυτή την πολιτική και αυτούς τους πολιτικούς και τα κόμματα που κατέστρεψαν τη Χώρα αλλά δεν εθελοτυφλούμε. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι έτοιμος να αναλάβει μόνος του και να φέρει σε αίσιο πέρας το τιτάνιο έργο της ανοικοδόμησης της Ελλάδας που πρέπει να συμβαδίσει με την επανίδρυση της Ευρώπης. Ο μεγάλος κίνδυνος είναι, ελλείψει ισχυρού Μετώπου Εθνικής και Κοινωνικής Απελευθέρωσης, να εκφυλιστεί σε ‘αριστερό’ διαχειριστή του συστήματος ή, ερχόμενος σε ρήξη με αυτό, δίχως τις αναγκαίες κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις στο εσωτερικό και τις διεθνείς συμμαχίες στο εξωτερικό, να οδηγηθεί η Χώρα σε περιπέτειες. Είναι τώρα η ύστατη στιγμή να καλέσει ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο τις δυνάμεις της υπόλοιπης Αριστεράς αλλά όλες τις δημοκρατικές πατριωτικές δυνάμεις του τόπου, όλους τους πολίτες, να επιλέξουν και να υποστηρίξουν , με την ψήφο τους κατ’ αρχήν αλλά και με τους αγώνες τους στη συνέχεια, την δημιουργία ενός ευρύτατου Μετώπου Εθνικής και Κοινωνικής Απελευθέρωσης για την σωτηρία και την αναγέννηση της πατρίδας μας -και μαζί της Ευρώπης- με γνώμονα τις αρχές του δικαίου και τις επιταγές της αλληλεγγύης, της αξιοπρέπειας και της ανθρωπιάς που αποτελούν τους πυλώνες του πολιτισμού μας. 

Αθήνα, 11.1.2015
Γιάννης Μαύρος
Ιδρυτικό μέλος του ΣΥΡΙΖΑ
Μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης
των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα
Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Αναζήτηση Εθνικής Στρατηγικής (21 νέες «επι-θέσεις»)


Η τρομοκρατική επίθεση του Ισραήλ κατά των αμάχων εθελοντών συνοδών της ανθρωπιστικής βοήθειας προς τους ελεύθερους πολιορκημένους Παλαιστινίους της Γάζας, εκτός από έγκλημα, υπήρξε κολοσσιαίο πολιτικό λάθος. Πέρα από την ηθική καταδίκη και τη διεθνή απομόνωση που επισύρει, μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία ιστορικής στροφής με καταλυτικές πολιτικές συνέπειες όχι μόνο για τη Μέση Ανατολή αλλά και για ολόκληρη τη Δύση.

Ειδικά για την Ελλάδα και την Κύπρο, η συγκυρία παρέχει μοναδική ευκαιρία απεμπλοκής από μια «πολιτική» που, εκτός από εθνικά αναξιοπρεπής, είναι αδιέξοδη και καταστροφική. Βέβαια δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες ότι το πολιτικό προσωπικό που διαχειρίστηκε την υποτέλεια στον αγγλο-αμερικάνικο και ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό και οδήγησε στη χρεωκοπία και στη νέα ‘τριπλή κατοχή’ και τη δορυφοροποίηση της χώρας έναντι της Τουρκίας, είναι σε θέση να χαράξει και να εφαρμόσει εθνική πολιτική. Στηρίζουμε όμως τις ελπίδες μας στους Έλληνες πολίτες, στους δημοκράτες, τους πατριώτες της Αριστεράς και της Δεξιάς, σ’ αυτούς που αγαπούν και πονούν αυτόν τον τόπο και το λαό, σε όσους στοχάζονται ελεύθερα, δεν συμβιβάζονται με τη σημερινή ‘πραγματικότητα’ και προτίθενται να δράσουν συλλογικά για να την αλλάξουν και υποβάλλουμε τις ακόλουθες νέες επι (χάρτου) θέσεις:
Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΜΑΣ

Εισαγωγικά[1]

Οργάνωση σημαίνει δομή, συγκρότηση σε σώμα με όργανα που επιτελούν έργο ή “λειτουργίες”.
Σχετικά με τα πολιτικά πράγματα έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε τα παραπάνω με όρους κομμάτων. Στην περίπτωσή μας όμως καλούμαστε να επινοήσουμε μια μορφή οργάνωσης που να ανταποκρίνεται τόσο στην πραγματικότητα (και πρώτα απ’ όλα στο γεγονός ότι δεν είμαστε κόμμα, ότι έχουμε πολύ διαφορετικές ιδεολογικές, πολιτικές και κοινωνικές καταβολές, αναφορές και απόψεις και ενδεχομένως ‘ανήκουμε’ – ή, καλλίτερα, μετέχουμε- σε διαφορετικές πολιτικές συλλογικότητες, ακόμα και κόμματα) όσο και στην κοινή μας επιθυμία να προτάξουμε την αγάπη μας για την Ελλάδα που, όλοι συμφωνούμε, βρίσκεται υπό διπλή κατοχή, καθώς και στην απόφασή μας να συστρατευθούμε για την απελευθέρωση και αναγέννησή της[2].

Δεν είναι εύκολο. Εκτός όλων των άλλων δεν βοηθάει η παιδεία μας, το γεγονός ότι είμαστε, εκτός από ‘κακομαθημένοι’, ατομιστές και λογοκρατούμενοι, ακόμη και στις καλλίτερες περιπτώσεις, δύο χαρακτηριστικά βαθιά εγχαραγμένα στο “ελληνικό DNA” και διαρκώς αναπαραγόμενα, όχι μόνο από τις ‘αντικειμενικές’ συνθήκες της ταξικής και καταναλωτικής κοινωνίας στην οποία ζούμε αλλά και από τις πολιτικές ‘κουλτούρες’ τόσο της ευρύτερης αριστεράς όσο και της εθνικιστικής δεξιάς.
Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

ΘΑ ΤΟΛΜΗΣΟΥΜΕ; (Δέκα θέσεις για την Ελλάδα)


1. Ένα χρόνο μετά την άνευ όρων παράδοση της κυβέρνησης από τον Γ.Α.Π. στην τρόϊκα και στο μεγάλο κεφάλαιο, η πολιτική του «Μνημονίου» απέτυχε παταγωδώς να «σώσει» την Ελλάδα (όπως μας υποσχέθηκαν αυτοί που έλεγαν ότι «λεφτά υπάρχουν» και οι ξένοι πάτρωνές τους) και η χώρα βυθίζεται ολοένα σε φαύλο κύκλο ύφεσης και χρέους.

2. Εκτός από κοινωνικά άδικη και οικονομικά αναποτελεσματική, η πολιτική της Κυβέρνησης συνιστά και αντιδημοκρατική εκτροπή μέσω της κατάλυσης του Συντάγματος και της κατάργησης του Κοινοβουλίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι και σήμερα η Κυβέρνηση αποφεύγει να φέρει στη Βουλή τη Δανειακή Σύμβαση (τη νομική και οικονομική «βάση» της εφαρμοζόμενης πολιτικής) ακόμη και προς συζήτηση. Και πώς αλήθεια να το τολμήσει όταν η -πρωτοφανής διεθνώς- «αμετάκλητη και άνευ όρων» παραίτηση της Χώρας από κάθε ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας είναι άκυρη και ανυπόστατη, ακόμη και αν ψηφιζόταν από το σύνολο των βουλευτών;
Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

23 (ΕΠΙ)ΘΕΣΕΙΣ

Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Δεν μπορώ να ησυχάσω. Δεν μπορώ να σωπάσω.
Φέρω βαρέως το γεγονός ότι φτάσαμε, ως χώρα, ως έθνος και ως λαός, σ’ αυτό το κατάντημα. Είμαστε όλοι υπεύθυνοι. Άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο. Δια πράξεων και παραλήψεων. Άτομα και συλλογικότητες. Κυβερνήτες και αντιπολιτευόμενοι. Δεξιοί και αριστεροί. Κομματικοί και ανένταχτοι. Προλετάριοι, αγρότες και αστοί. Χειρώνακτες και πνευματικοί. Ως πολίτες. Ως γονείς.
Ξεκινώ λοιπόν με αυτοκριτική.
Κίνητρό μου η αγάπη γι’ αυτό τον τόπο, η θλίψη για την κατάντιά του, η επίγνωση του αδιεξόδου, του στημένου ‘παιχνιδιού’, των μεγάλων δυνάμεων που συγκρούονται και των μικρών παικτών -ντόπιων και ξένων- που υποδύονται ρόλους, άσχημα μάλιστα, που δεν μπορούν να κρύψουν άλλο την αλήθεια, όπως δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν και την κρίση -του συστήματος και τη δική μας….
Κίνητρό μου και ο φόβος, η αίσθηση της απειλής, η ανάγκη άμυνας και η γνώση ότι η καλλίτερη άμυνα είναι η επίθεση.

Αναγνώστες

Συνολικές προβολές σελίδας

Γιάννης Μαύρος. Από το Blogger.